- ιεραρχώ
- ιεραρχώ, ιεράρχησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ιεραρχώ — (ΑΜ ἱεραρχῶ, έω) [ιεράρχης] εκτελώ καθήκοντα ιεράρχη νεοελλ. ταξινομώ όντα, φαινόμενα ή ιδέες με βάση τη σπουδαιότητα τους ή άλλο κριτήριο αρχ. είμαι ο θρησκευτικός αρχηγός, ο πνευματικός ηγέτης … Dictionary of Greek
ιεραρχώ — ησα, ήθηκα, ιεραρχημένος, η, ο 1. αμτβ., είμαι ιεράρχης, εκτελώ τα ιεραρχικά καθήκοντα, αρχιερεύω. 2. μτβ., ταξινομώ ιδέες και φαινόμενα κατά ιεραρχική σειρά: Ιεραρχούνται τα κοινωνικά φαινόμενα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιαραρχώ — ἱαραρχῶ, έω (Α) [ιαράρχης] ιεραρχώ … Dictionary of Greek
ιεράρχηση — ἡ [ιεραρχώ] η κατάταξη διαφόρων καταστάσεων, φαινομένων και αξιών με βάση τη σπουδαιότητα τους ή με άλλο κριτήριο … Dictionary of Greek